- λιθοτομικός
- λιθοτομικός, -ή, -όν (Α) [λιθοτόμος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθοτομία2. ο ικανός ή κατάλληλος για την τομή και την εξαγωγή λίθου από την ουροδόχο κύστη3. το θηλ. ως ουσ. ἡ λιθοτομικήη τέχνη τής τομής λίθων.
Dictionary of Greek. 2013.